βράσεις

βράσεις
βράσις
boiling
fem nom/voc pl (attic epic)
βράσις
boiling
fem nom/acc pl (attic)
βράσσω
shake violently
aor subj act 2nd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βράση — η 1. ο βρασμός, το βράσιμο, το κόχλασμα: Κατέβασε το φαγητό από τη φωτιά μόλις πάρει δύο βράσεις. 2. η ζύμωση: Ο μούστος είναι πάνω στη βράση του. 3. το σφρίγος, ο οργασμός: Βρίσκεται πάνω στη βράση της νιότης του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”